Εισαγωγή
Σε πρόσφατες αποφάσεις του στις υποθέσεις T-834/17, UPS v Ευρωπαϊκής Επιτροπής και T-540/18, ASL v Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το υψηλό πρότυπο απόδειξης που απαιτείται για την επιδίκαση αποζημιώσεων σε επιχειρήσεις που κατ’ ισχυρισμόν έχουν υποστεί βλάβη λόγω εσφαλμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο υποθέσεων ελέγχου συγκεντρώσεων επιχειρήσεων βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004.
Σημειώνεται ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 δεν αναφέρεται ρητά στην εν λόγω δυνατότητα των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε υποθέσεις που αφορούν συγκεντρώσεις. Εντούτοις, το Άρθρο 340 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Συνθήκη) καθορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Η εφαρμογή της πιο πάνω πρόνοιας της Συνθήκης στο πλαίσιο αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 θεμελιώθηκε από τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υποθέσεις C-440/07, Ευρωπαϊκή Επιτροπή v Schneider Electric και Τ-212/03, My Travel v Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στις εν λόγω υποθέσεις, κρίθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει ευθύνη για τις μη συμβατικές ζημίες που προκαλούνται στο πλαίσιο απόφασης που εκδίδει δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, νοουμένου ότι η εν λόγω απόφαση είναι «προδήλως αντίθετη προς τον κανόνα δικαίου και σοβαρώς επιβλαβή για τα συμφέροντα τρίτων προς το θεσμικό όργανο προσώπων και δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί ούτε να εξηγηθεί από τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις που επιβάλλονται αντικειμενικώς στην υπηρεσία στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της». Περαιτέρω, στις εν λόγω υποθέσεις κρίθηκε ότι η «στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης […] λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση».
Στις εν λόγω υποθέσεις, τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατήρησαν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει μεγάλο περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά πολύπλοκα ή/και σύνθετα ζητήματα που σχετίζονται με τον ουσιαστικό έλεγχο της συμβατότητας μίας συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά. Από την άλλη, για ζητήματα που σχετίζονται με την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι περιορισμένο έως και ανύπαρκτο. Επομένως, κρίθηκε ότι το αποφασιστικό κριτήριο για τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η ύπαρξη κατάφωρης, πρόδηλης και σοβαρής υπέρβασης των ορίων εκτιμήσεως που διαθέτει.
Πιο πρόσφατα, το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο εκδίκασης των υποθέσεων T-834/17, UPS v Ευρωπαϊκής Επιτροπής και T-540/18, ASL v Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επιβεβαίωσε τις πιο πάνω αρχές και εξειδίκευσε τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνεται η ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης λόγω εσφαλμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004.
Ιστορικό υποθέσεων
Με την απόφασή της ημερομηνίας 13.1.2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαγόρευσε την εξαγορά της ΤΝΤ από την UPS, κρίνοντας ότι δύναται να προκαλέσει σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Κατόπιν προσφυγής που είχε ασκήσει η UPS, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την εν λόγω απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχαν παραβιαστεί τα διαδικαστικά δικαιώματα της UPS, καθότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε υπόψη της για σκοπούς έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασής της ορισμένα στοιχεία τα οποία δεν είχε κοινοποιήσει στην UPS με αποτέλεσμα να προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνας της. Η εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επικυρώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16.1.2019.
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εγκρίνει με απόφαση της ημερομηνίας 8.1.2016 την εξαγορά της ΤΝΤ από την FEDEX, που αποτελούσε ανταγωνιστή της UPS.
Αξίωση αποζημίωσης από UPS
Η UPS προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο αξιώνοντας αποζημίωση για βλάβη που ισχυρίστηκε ότι της έχει προκληθεί ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία απαγορεύθηκε η εξαγορά της TNT. Ειδικότερα, η UPS αξίωσε αποζημίωση για τα ακόλουθα:
Το ποσό που κατέβαλε στην TNT λόγω μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας εξαγοράς της.
Την απώλεια κερδών λόγω μη εκμετάλλευσης των συνεργιών που θα δημιουργούσε η υλοποίηση της εξαγοράς της ΤΝΤ.
Το κόστος με το οποίο είχε επιβαρυνθεί προκειμένου να συμμετέχει ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία ελέγχου της συγκέντρωσης μεταξύ της FEDEX και της ΤΝΤ, που ακολούθησε την απαγορευτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Απόφαση Γενικού Δικαστηρίου
Το Γενικό Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 23.2.2022 απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης της UPS. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αποζημίωση για την καταβολή του ποσού που πλήρωσε η UPS στην TNT λόγω μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας εξαγοράς, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εν λόγω συμφωνία εξαγοράς ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης διαπραγμάτευσης και συμφωνίας των μερών. Επομένως, κρίθηκε ότι η πληρωμή του εν λόγω ποσού από την UPS οφειλόταν στη συμβατική υποχρέωση που ανέλαβε η UPS έναντι της TNT, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμφωνίας, και δεν ήταν απόρροια της λανθασμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε σχέση με την απώλεια κερδών, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν απεδείχθη ότι σχετίζεται αιτιωδώς με την έκδοση της λανθασμένης απόφασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η UPS δεν απέδειξε ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα ήταν διαφορετική εάν δεν παραβιάζονταν τα διαδικαστικά δικαιώματά της. Το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε υπόψη της σωρεία άλλων στοιχείων προκειμένου να καταλήξει στην απαγορευτική της απόφαση και δεν περιορίστηκε μόνον στα στοιχεία που δεν είχαν αποκαλυφθεί στην UPS κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της. Επιπρόσθετα, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η UPS εγκατέλειψε τη συμφωνία εξαγοράς της ΤΝΤ μετά την έκδοση της απαγορευτικής απόφασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντί να αναμένει την επανεξέταση της υπόθεσης από την τελευταία.
Τέλος, σε σχέση με την αποζημίωση λόγω συμμετοχής της UPS στη διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την εξαγορά της ΤΝΤ από την FEDEX, το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εν λόγω συμμετοχή έγινε κατόπιν ελεύθερης επιλογής της UPS και δεν συνδεόταν άμεσα με την εσφαλμένη απαγορευτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση των ASL Aviation Holdings και της ASL Airlines (υπόθεση Τ-540/18, ASL v. Ευρωπαϊκής Επιτροπής) για αποζημίωση λόγω της κατ’ ισχυρισμόν βλάβης που είχαν υποστεί ως αποτέλεσμα της μη δυνατότητάς τους να συνομολογήσουν συμφωνίες συνεργασίας με την TNT, οι οποίες προϋπέθεταν την ολοκλήρωση της εξαγοράς της TNT από την UPS. Μεταξύ άλλων, το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι πιο πάνω εταιρείες δεν δικαιούνται να αξιώνουν αποζημίωση λόγω παράβασης των διαδικαστικών δικαιωμάτων μίας άλλης εταιρείας (εν προκειμένω της UPS).
Καταληκτικά σχόλια
Οι πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεικνύουν το πολύ υψηλό πρότυπο απόδειξης της ύπαρξης βλάβης σε αγωγές αποζημίωσης ως αποτέλεσμα εσφαλμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε υποθέσεις που αφορούν τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004.
Όπως επιβεβαιώθηκε από τις πρόσφατες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, τα πρόσωπα που αιτούνται αποζημίωσης πρέπει να αποδείξουν αφενός ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πάσχει λόγω σοβαρής και κατάφωρης υπέρβασης των ορίων διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και αφετέρου ότι υφίσταται επαρκώς άμεση και στενή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της εσφαλμένης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι πιο πάνω αρχές δικαιολογούν και τον πολύ μικρό αριθμό υποθέσεων σχετικά με αποζημιώσεις από εσφαλμένες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004.